Jump to content

διανεμητής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

διανεμητής (dianemitísm (plural διανεμητές, feminine διανεμήτρια)

  1. dispatcher
  2. dispenser

Declension

[edit]
Declension of διανεμητής
singular plural
nominative διανεμητής (dianemitís) διανεμητές (dianemités)
genitive διανεμητή (dianemití) διανεμητών (dianemitón)
accusative διανεμητή (dianemití) διανεμητές (dianemités)
vocative διανεμητή (dianemití) διανεμητές (dianemités)

Synonyms

[edit]