διακομιστές
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]διακομιστές • (diakomistés) m
- nominative plural of διακομιστής (diakomistís)
- accusative plural of διακομιστής (diakomistís)
- vocative plural of διακομιστής (diakomistís)
διακομιστές • (diakomistés) m