Jump to content

διακανονισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

διακανονισμός (diakanonismósm (plural διακανονισμοί)

  1. settlement (of a transaction or dispute)

Declension

[edit]
Declension of διακανονισμός
singular plural
nominative διακανονισμός (diakanonismós) διακανονισμοί (diakanonismoí)
genitive διακανονισμού (diakanonismoú) διακανονισμών (diakanonismón)
accusative διακανονισμό (diakanonismó) διακανονισμούς (diakanonismoús)
vocative διακανονισμέ (diakanonismé) διακανονισμοί (diakanonismoí)