διακανονισμός
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]διακανονισμός • (diakanonismós) m (plural διακανονισμοί)
- settlement (of a transaction or dispute)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διακανονισμός (diakanonismós) | διακανονισμοί (diakanonismoí) |
genitive | διακανονισμού (diakanonismoú) | διακανονισμών (diakanonismón) |
accusative | διακανονισμό (diakanonismó) | διακανονισμούς (diakanonismoús) |
vocative | διακανονισμέ (diakanonismé) | διακανονισμοί (diakanonismoí) |