δεσμοφύλακας
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek δεσμοφύλαξ (desmophúlax, “jailer”)
Noun
[edit]δεσμοφύλακας • (desmofýlakas) m (plural δεσμοφύλακες)
Declension
[edit]Declension of δεσμοφύλακας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δεσμοφύλακας • | δεσμοφύλακες • |
genitive | δεσμοφύλακα • | δεσμοφυλάκων • |
accusative | δεσμοφύλακα • | δεσμοφύλακες • |
vocative | δεσμοφύλακα • | δεσμοφύλακες • |
Related terms
[edit]- αρχιδεσμοφύλακας m (archidesmofýlakas, “chief warder”)
- and see: φυλακή f (fylakí, “prison”)
Further reading
[edit]- δεσμοφύλακας, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language