Jump to content

δεντροτσομπανάκος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ðen.dɾo.t͡so.baˈna.kos/
  • Hyphenation: δε‧ντρο‧τσο‧μπα‧νά‧κος

Noun

[edit]

δεντροτσομπανάκος (dentrotsompanákosm (plural δεντροτσομπανάκοι)

  1. alternative pronunciation of δεντροτσοπανάκος (dentrotsopanákos), from the variant τσομπάνος (tsompános) of τσοπάνος (tsopános)

Declension

[edit]
Declension of δεντροτσομπανάκος
singular plural
nominative δεντροτσομπανάκος (dentrotsompanákos) δεντροτσομπανάκοι (dentrotsompanákoi)
genitive δεντροτσομπανάκου (dentrotsompanákou) δεντροτσομπανάκων (dentrotsompanákon)
accusative δεντροτσομπανάκο (dentrotsompanáko) δεντροτσομπανάκους (dentrotsompanákous)
vocative δεντροτσομπανάκο (dentrotsompanáko) δεντροτσομπανάκοι (dentrotsompanákoi)