γρικάω
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]All forms and spellings:
Spellings with -γροι- or -γρι-, also -γρυ-, -γρη-
Etymology
[edit]Form of αγρικάω (agrikáo) as γρικ(ώ) (grik(ó)) + modern suffix -άω (-áo). Simplified spelling of the inherited from Byzantine Greek ἀγροικῶ (agroikô) with multiple forms and uncertain propositions for its etymology.[1][2][3]
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]γρικάω • (grikáo) / γρικώ (past γρίκησα, passive γρικιέμαι, p‑past γρικήθηκα, ppp γρικημένος) [4]
- (dialectal, demotic, literary)[5] listen, hear
- Synonym: (standard) ακούω (akoúo) See also: αφουγκράζομαι (afougkrázomai, “listen attentively”), ακουρμάζομαι (akourmázomai) / ακουρμαίνομαι (akourmaínomai)
- hence: understand
- Synonyms: (vernacular equivalents) νογάω (nogáo), σκαμπάζω (skampázo) & see standard καταλαβαίνω (katalavaíno)
- (for the passive form (α)γρικιέμαι ((a)grikiémai): I am heard by someone and we are in agreement.[6]
Conjugation
[edit]γρικάω / γρικώ, γρικιέμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | γρικάω, γρικώ (αγρικάω →) | γρικήσω | γρικιέμαι | γρικηθώ |
2 sg | γρικάς | γρικήσεις | γρικιέσαι | γρικηθείς |
3 sg | γρικάει, γρικά | γρικήσει | γρικιέται | γρικηθεί |
1 pl | γρικάμε, γρικούμε | γρικήσουμε, [‑ομε] | γρικιόμαστε | γρικηθούμε |
2 pl | γρικάτε | γρικήσετε | γρικιέστε, (‑ιόσαστε) | γρικηθείτε |
3 pl | γρικάνε, γρικάν, γρικούν(ε) | γρικήσουν(ε) | γρικιούνται, (‑ιόνται) | γρικηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | γρικούσα, γρίκαγα | γρίκησα | γρικιόμουν(α) | γρικήθηκα |
2 sg | γρικούσες, γρίκαγες | γρίκησες | γρικιόσουν(α) | γρικήθηκες |
3 sg | γρικούσε, γρίκαγε | γρίκησε | γρικιόταν(ε) | γρικήθηκε |
1 pl | γρικούσαμε, γρικάγαμε | γρικήσαμε | γρικιόμασταν, (‑ιόμαστε) | γρικηθήκαμε |
2 pl | γρικούσατε, γρικάγατε | γρικήσατε | γρικιόσασταν, (‑ιόσαστε) | γρικηθήκατε |
3 pl | γρικούσαν(ε), γρίκαγαν, (γρικάγανε) | γρίκησαν, γρικήσαν(ε) | γρικιόνταν(ε), γρικιόντουσαν, γρικιούνταν | γρικήθηκαν, γρικηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα γρικάω, θα γρικώ ➤ | θα γρικήσω ➤ | θα γρικιέμαι ➤ | θα γρικηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα γρικάς, … | θα γρικήσεις, … | θα γρικιέσαι, … | θα γρικηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … γρικήσει έχω, έχεις, … γρικημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … γρικηθεί είμαι, είσαι, … γρικημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … γρικήσει είχα, είχες, … γρικημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … γρικηθεί ήμουν, ήσουν, … γρικημένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … γρικήσει θα έχω, θα έχεις, … γρικημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … γρικηθεί θα είμαι, θα είσαι, … γρικημένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | γρίκα, γρίκαγε | γρίκησε, γρίκα | — | γρικήσου |
2 pl | γρικάτε | γρικήστε | γρικιέστε | γρικηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | γρικώντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας γρικήσει ➤ | γρικημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | γρικήσει | γρικηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]Terms may be found with spellings γροι-, γρι-. All words are literary or vernacular.
- αγροίκημα n (agroíkima, “understanding, comprehension”)
- αγροικησιά f (agroikisiá, “foolishness”)
- αγροίκητα (agroíkita, “by hearsay”, adverb)
- αγροίκητα (agroíkita, “without previous agreement”, adverb)
- αγροικιά f (agroikiá, “in the senses fame; audacity; disobedience”)
- αγροίκητος (agroíkitos, “unheard of; incomprehensible”, adjective)
- αγροικητός (agroikitós, “known by hearsay”, adjective)
- ανάγροικος (anágroikos, “disobedient”, adjective)
- αναγροικώ (anagroikó) / αναγρικώ (anagrikó, “understand, listen”)
- γρίκηση f (gríkisi)
- συναγρίκημα n (synagríkima)
- συναγρίκηση f (synagríkisi)
- συναγρικάω (synagrikáo) / συναγρικώ (synagrikó), συναγρικιέμαι (synagrikiémai)
See also
[edit]- see: αγροίκος (agroíkos, “boorish”)
- Ancient Greek: ἀγροικίζομαι (agroikízomai, “be rude and boorish”)
References
[edit]- ^ γρικώ & comment - Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Etymologikó lexikó tis néas ellinikís glóssas [Etymological Dictionary of Modern Greek language] (in Greek), Athens: Lexicology Centre
- ^ γρικώ, -άω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- ^ αγροικώ, -άω - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
- ^ γροικώ, -άω - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.
- ^ αγροικώ: dialectal form in most regions of Greece.
Forms by region: at ἀγροικῶ in the Historical Dictionary of the Academy of Athens (1933-1989, in Greek, on Modern Greek dialects, online: α-δ) - ^ "ἀγροικῶ, ἀγροικιέμαι" - Dimitrakos, Dimitrios B. (21964) Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης [Great Dictionary of the entire Greek Language] (in Greek), Athens: Hellenic Paideia, page 58 2nd edition in 15 vols. [1st edition 1930-1950 in 9 volumes] (abbreviations - of authors)