Jump to content

γονιός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

γονιός (goniósm (plural γονιοί)

  1. Alternative form of γονέας (gonéas)

Declension

[edit]
Declension of γονιός
singular plural
nominative γονιός (goniós) γονιοί (gonioí)
genitive γονιού (gonioú) γονιών (gonión)
accusative γονιό (gonió) γονιούς (gonioús)
vocative γονιέ (gonié) γονιοί (gonioí)