γαργαλίδα
Appearance
Pontic Greek
[edit]Etymology
[edit]Ultimately a derivative of Ancient Greek γαργαλίζω (gargalízō).
Noun
[edit]γαργαλίδα (gargalída) f (Kerasounta, Oinoe, Santa)
Derived terms
[edit]- γαργαλιδά̤ζω (gargalidä́zo)
- γαργαλιδά̤ριν (gargalidä́rin)
- γαργαλιδά̤σιμον (gargalidä́simon)
- γαργαλιδέας (gargalidéas)
- γαργαλίδιν (gargalídin)
- γαργαλιδομμάτης (gargalidommátis)
Related terms
[edit]Descendants
[edit]- → Laz: ღარღალიდა (ğarğalida)
References
[edit]- Papadópoulos, Ánthimos (1958–1961) “γαργαλίδα”, in Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου [An historical dictionary of the Pontic dialect] (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 3), Athens: Myrtidis, page 216a