βραβεύομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]βραβεύομαι • (vravévomai) passive (past βραβεύτηκα/βραβεύθηκα, ppp βραβευμένος, active βραβεύω)
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: βραβεύω (vravévo)
βραβεύομαι • (vravévomai) passive (past βραβεύτηκα/βραβεύθηκα, ppp βραβευμένος, active βραβεύω)