Jump to content

βουλκανισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

βουλκανισμός (voulkanismósm (plural βουλκανισμοί)

  1. vulcanisation, vulcanization
  2. (colloquial) retread tyres

Declension

[edit]
Declension of βουλκανισμός
singular plural
nominative βουλκανισμός (voulkanismós) βουλκανισμοί (voulkanismoí)
genitive βουλκανισμού (voulkanismoú) βουλκανισμών (voulkanismón)
accusative βουλκανισμό (voulkanismó) βουλκανισμούς (voulkanismoús)
vocative βουλκανισμέ (voulkanismé) βουλκανισμοί (voulkanismoí)
[edit]