From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /vo.li.ðo.skoˈpo/
Hyphenation: βο‧λι‧δο‧σκο‧πώ
βολιδοσκοπώ • (volidoskopó ) (past βολιδοσκόπησα , passive βολιδοσκοπούμαι , p‑past βολιδοσκοπήθηκα , ppp βολιδοσκοπημένος )
to sound out , enquire , investigate
( nautical ) to sound , plumb , measure the depth of
βολιδοσκοπώ , βολιδοσκοπούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
βολιδοσκοπώ
βολιδοσκοπήσω
βολιδοσκοπούμαι
βολιδοσκοπηθώ
2 sg
βολιδοσκοπείς
βολιδοσκοπήσεις
βολιδοσκοπείσαι
βολιδοσκοπηθείς
3 sg
βολιδοσκοπεί
βολιδοσκοπήσει
βολιδοσκοπείται
βολιδοσκοπηθεί
1 pl
βολιδοσκοπούμε
βολιδοσκοπήσουμε , [-ομε ]
βολιδοσκοπούμαστε
βολιδοσκοπηθούμε
2 pl
βολιδοσκοπείτε
βολιδοσκοπήσετε
βολιδοσκοπείστε
βολιδοσκοπηθείτε
3 pl
βολιδοσκοπούν (ε )
βολιδοσκοπήσουν (ε )
βολιδοσκοπούνται
βολιδοσκοπηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
βολιδοσκοπούσα
βολιδοσκόπησα
[βολιδοσκοπούμουν (α )]
βολιδοσκοπήθηκα
2 sg
βολιδοσκοπούσες
βολιδοσκόπησες
[βολιδοσκοπούσουν (α )]
βολιδοσκοπήθηκες
3 sg
βολιδοσκοπούσε
βολιδοσκόπησε
βολιδοσκοπούνταν , {βολιδοσκοπείτο }
βολιδοσκοπήθηκε
1 pl
βολιδοσκοπούσαμε
βολιδοσκοπήσαμε
βολιδοσκοπούμασταν , (‑ούμαστε )
βολιδοσκοπηθήκαμε
2 pl
βολιδοσκοπούσατε
βολιδοσκοπήσατε
[βολιδοσκοπούσασταν , (‑ούσαστε )]
βολιδοσκοπηθήκατε
3 pl
βολιδοσκοπούσαν (ε )
βολιδοσκόπησαν , βολιδοσκοπήσαν (ε )
βολιδοσκοπούνταν , {βολιδοσκοπούντο }
βολιδοσκοπήθηκαν , βολιδοσκοπηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα βολιδοσκοπώ ➤
θα βολιδοσκοπήσω ➤
θα βολιδοσκοπούμαι ➤
θα βολιδοσκοπηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα βολιδοσκοπείς , …
θα βολιδοσκοπήσεις , …
θα βολιδοσκοπείσαι , …
θα βολιδοσκοπηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … βολιδοσκοπήσει έχω, έχεις, … βολιδοσκοπημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … βολιδοσκοπηθεί είμαι , είσαι , … βολιδοσκοπημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … βολιδοσκοπήσει είχα, είχες, … βολιδοσκοπημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … βολιδοσκοπηθεί ήμουν , ήσουν , … βολιδοσκοπημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … βολιδοσκοπήσει θα έχω, θα έχεις, … βολιδοσκοπημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … βολιδοσκοπηθεί θα είμαι, θα είσαι, … βολιδοσκοπημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
βολιδοσκόπησε
—
βολιδοσκοπήσου
2 pl
βολιδοσκοπείτε
βολιδοσκοπήστε
βολιδοσκοπείστε
βολιδοσκοπηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
βολιδοσκοπώντας ➤
βολιδοσκοπούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας βολιδοσκοπήσει ➤
βολιδοσκοπημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
βολιδοσκοπήσει
βολιδοσκοπηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.