Jump to content

βιβλιοφάγος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from βιβλιο- (vivlio-) +‎ -φάγος (-fágos).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /vi.vli.oˈfa.ɣos/
  • Hyphenation: βι‧βλι‧ο‧φά‧γος

Noun

[edit]

βιβλιοφάγος (vivliofágosm (plural βιβλιοφάγοι)

  1. bookworm (avid reader)

Declension

[edit]
Declension of βιβλιοφάγος
singular plural
nominative βιβλιοφάγος (vivliofágos) βιβλιοφάγοι (vivliofágoi)
genitive βιβλιοφάγου (vivliofágou) βιβλιοφάγων (vivliofágon)
accusative βιβλιοφάγο (vivliofágo) βιβλιοφάγους (vivliofágous)
vocative βιβλιοφάγε (vivliofáge) βιβλιοφάγοι (vivliofágoi)

References

[edit]
  1. ^ βιβλιοφάγος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language