βερνικώνω
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]βερνικώνω • (vernikóno) (past βερνίκωσα, passive βερνικώνομαι)
Conjugation
[edit]βερνικώνω βερνικώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | βερνικώνω | βερνικώσω | βερνικώνομαι | βερνικωθώ |
2 sg | βερνικώνεις | βερνικώσεις | βερνικώνεσαι | βερνικωθείς |
3 sg | βερνικώνει | βερνικώσει | βερνικώνεται | βερνικωθεί |
1 pl | βερνικώνουμε, [‑ομε] | βερνικώσουμε, [‑ομε] | βερνικωνόμαστε | βερνικωθούμε |
2 pl | βερνικώνετε | βερνικώσετε | βερνικώνεστε, βερνικωνόσαστε | βερνικωθείτε |
3 pl | βερνικώνουν(ε) | βερνικώσουν(ε) | βερνικώνονται | βερνικωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | βερνίκωνα | βερνίκωσα | βερνικωνόμουν(α) | βερνικώθηκα |
2 sg | βερνίκωνες | βερνίκωσες | βερνικωνόσουν(α) | βερνικώθηκες |
3 sg | βερνίκωνε | βερνίκωσε | βερνικωνόταν(ε) | βερνικώθηκε |
1 pl | βερνικώναμε | βερνικώσαμε | βερνικωνόμασταν, (‑όμαστε) | βερνικωθήκαμε |
2 pl | βερνικώνατε | βερνικώσατε | βερνικωνόσασταν, (‑όσαστε) | βερνικωθήκατε |
3 pl | βερνίκωναν, βερνικώναν(ε) | βερνίκωσαν, βερνικώσαν(ε) | βερνικώνονταν, (βερνικωνόντουσαν) | βερνικώθηκαν, βερνικωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα βερνικώνω ➤ | θα βερνικώσω ➤ | θα βερνικώνομαι ➤ | θα βερνικωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα βερνικώνεις, … | θα βερνικώσεις, … | θα βερνικώνεσαι, … | θα βερνικωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … βερνικώσει έχω, έχεις, … βερνικωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … βερνικωθεί είμαι, είσαι, … βερνικωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … βερνικώσει είχα, είχες, … βερνικωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … βερνικωθεί ήμουν, ήσουν, … βερνικωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … βερνικώσει θα έχω, θα έχεις, … βερνικωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … βερνικωθεί θα είμαι, θα είσαι, … βερνικωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | βερνίκωνε | βερνίκωσε | — | βερνικώσου |
2 pl | βερνικώνετε | βερνικώστε | βερνικώνεστε | βερνικωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | βερνικώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας βερνικώσει ➤ | βερνικωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | βερνικώσει | βερνικωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- see: βερνίκι n (verníki, “varnish”)