βασανιστήρια
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]βασανιστήρια • (vasanistíria) n
- violence
- nominative plural of βασανιστήριο (vasanistírio)
- accusative plural of βασανιστήριο (vasanistírio)
- vocative plural of βασανιστήριο (vasanistírio)
βασανιστήρια • (vasanistíria) n