Jump to content

βακαλάος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

βακαλάος (vakaláosm (plural βακαλάοι)

  1. (formal) Alternative form of μπακαλιάρος (bakaliáros)

Declension

[edit]
singular plural
nominative βακαλάος (vakaláos) βακαλάοι (vakaláoi)
genitive βακαλάου (vakaláou) βακαλάων (vakaláon)
accusative βακαλάο (vakaláo) βακαλάους (vakaláous)
vocative βακαλάε (vakaláe) βακαλάοι (vakaláoi)

Further reading

[edit]