αυτοσεβασμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αυτοσεβασμός • (aftosevasmós) m (uncountable)
Declension
[edit] αυτοσεβασμός
case \ number | singular |
---|---|
nominative | αυτοσεβασμός • |
genitive | αυτοσεβασμού • |
accusative | αυτοσεβασμό • |
vocative | αυτοσεβασμέ • |