αστιγματισμός
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αστιγματισμός • (astigmatismós) m (plural αστιγματισμοί)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αστιγματισμός (astigmatismós) | αστιγματισμοί (astigmatismoí) |
genitive | αστιγματισμού (astigmatismoú) | αστιγματισμών (astigmatismón) |
accusative | αστιγματισμό (astigmatismó) | αστιγματισμούς (astigmatismoús) |
vocative | αστιγματισμέ (astigmatismé) | αστιγματισμοί (astigmatismoí) |