Jump to content

αστερισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.ste.ɾiˈzmos/
  • Hyphenation: α‧στε‧ρισ‧μός

Noun

[edit]

αστερισμός (asterismósm (plural αστερισμοί)

  1. constellation

Declension

[edit]
Declension of αστερισμός
singular plural
nominative αστερισμός (asterismós) αστερισμοί (asterismoí)
genitive αστερισμού (asterismoú) αστερισμών (asterismón)
accusative αστερισμό (asterismó) αστερισμούς (asterismoús)
vocative αστερισμέ (asterismé) αστερισμοί (asterismoí)
[edit]

Further reading

[edit]