αστερισμός
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αστερισμός • (asterismós) m (plural αστερισμοί)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αστερισμός (asterismós) | αστερισμοί (asterismoí) |
genitive | αστερισμού (asterismoú) | αστερισμών (asterismón) |
accusative | αστερισμό (asterismó) | αστερισμούς (asterismoús) |
vocative | αστερισμέ (asterismé) | αστερισμοί (asterismoí) |
Related terms
[edit]- see: αστέρας m (astéras, “star”)
Further reading
[edit]- αστερισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el