αρωματοπώλης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αρωματοπώλης • (aromatopólis) m (plural αρωματοπώλες, feminine αρωματοπώλισσα)
- perfumer (seller)
Declension
[edit]Declension of αρωματοπώλης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρωματοπώλης • | αρωματοπώλες • |
genitive | αρωματοπώλη • | αρωματοπωλών • |
accusative | αρωματοπώλη • | αρωματοπώλες • |
vocative | αρωματοπώλη • | αρωματοπώλες • |
Related terms
[edit]- see: άρωμα n (ároma, “perfume”)
Further reading
[edit]- αρωματοπώλης, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language