αρωματοποιός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αρωματοποιός • (aromatopoiós) m (plural αρωματοποιοί)
- perfumer (perfume maker)
Declension
[edit]Declension of αρωματοποιός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρωματοποιός • | αρωματοποιοί • |
genitive | αρωματοποιού • | αρωματοποιών • |
accusative | αρωματοποιό • | αρωματοποιούς • |
vocative | αρωματοποιέ • | αρωματοποιοί • |
Related terms
[edit]- see: άρωμα n (ároma, “perfume”)
Further reading
[edit]- αρωματοποιός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αρωματοποιός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language