Jump to content

αρωματοποιός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρωματοποιός (aromatopoiósm (plural αρωματοποιοί)

  1. perfumer (perfume maker)

Declension

[edit]
Declension of αρωματοποιός
singular plural
nominative αρωματοποιός (aromatopoiós) αρωματοποιοί (aromatopoioí)
genitive αρωματοποιού (aromatopoioú) αρωματοποιών (aromatopoión)
accusative αρωματοποιό (aromatopoió) αρωματοποιούς (aromatopoioús)
vocative αρωματοποιέ (aromatopoié) αρωματοποιοί (aromatopoioí)
[edit]

Further reading

[edit]