Jump to content

αρχιψάλτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρχιψάλτης (archipsáltism (plural αρχιψάλτες, feminine αρχιψάλτρια)

  1. (music) chief cantor/chanter

Declension

[edit]
Declension of αρχιψάλτης
singular plural
nominative αρχιψάλτης (archipsáltis) αρχιψάλτες (archipsáltes)
genitive αρχιψάλτη (archipsálti) αρχιψαλτών (archipsaltón)
accusative αρχιψάλτη (archipsálti) αρχιψάλτες (archipsáltes)
vocative αρχιψάλτη (archipsálti) αρχιψάλτες (archipsáltes)
[edit]
  • αρχιψάλτης (archipsáltis, chief chanter)

Further reading

[edit]