αρχιτεχνίτης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αρχιτεχνίτης • (architechnítis) m (plural αρχιτεχνίτες, feminine αρχιτεχνίτισσα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχιτεχνίτης (architechnítis) | αρχιτεχνίτες (architechnítes) |
genitive | αρχιτεχνίτη (architechníti) | αρχιτεχνιτών (architechnitón) |
accusative | αρχιτεχνίτη (architechníti) | αρχιτεχνίτες (architechnítes) |
vocative | αρχιτεχνίτη (architechníti) | αρχιτεχνίτες (architechnítes) |
Related terms
[edit]- see: τεχνίτης m (technítis, “artisan, worker”)
Further reading
[edit]- αρχιτεχνίτης, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language