αρχιτεχνίτης

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρχιτεχνίτης (architechnítism (plural αρχιτεχνίτες, feminine αρχιτεχνίτισσα)

  1. chief technician
  2. master craftsman

Declension

[edit]
singular plural
nominative αρχιτεχνίτης (architechnítis) αρχιτεχνίτες (architechnítes)
genitive αρχιτεχνίτη (architechníti) αρχιτεχνιτών (architechnitón)
accusative αρχιτεχνίτη (architechníti) αρχιτεχνίτες (architechnítes)
vocative αρχιτεχνίτη (architechníti) αρχιτεχνίτες (architechnítes)
[edit]

Further reading

[edit]