αρχιραββίνος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αρχιραββίνος • (archiravvínos) m (plural αρχιραββίνοι)
Declension
[edit]Declension of αρχιραββίνος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχιραββίνος • | αρχιραββίνοι • |
genitive | αρχιραββίνου • | αρχιραββίνων • |
accusative | αρχιραββίνο • | αρχιραββίνους • |
vocative | αρχιραββίνε • | αρχιραββίνοι • |
Related terms
[edit]- ραββίνος m (ravvínos, “rabbi”)