Jump to content

αρχινοσοκόμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρχινοσοκόμος (archinosokómosm (plural αρχινοσοκόμοι, feminine αρχινοσοκόμα)

  1. (medicine) head nurse

Declension

[edit]
Declension of αρχινοσοκόμος
singular plural
nominative αρχινοσοκόμος (archinosokómos) αρχινοσοκόμοι (archinosokómoi)
genitive αρχινοσοκόμου (archinosokómou) αρχινοσοκόμων (archinosokómon)
accusative αρχινοσοκόμο (archinosokómo) αρχινοσοκόμους (archinosokómous)
vocative αρχινοσοκόμε (archinosokóme) αρχινοσοκόμοι (archinosokómoi)
[edit]