αρχιεπιστάτης
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αρχιεπιστάτης • (archiepistátis) m (plural αρχιεπιστάτες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχιεπιστάτης (archiepistátis) | αρχιεπιστάτες (archiepistátes) |
genitive | αρχιεπιστάτη (archiepistáti) | αρχιεπιστατών (archiepistatón) |
accusative | αρχιεπιστάτη (archiepistáti) | αρχιεπιστάτες (archiepistátes) |
vocative | αρχιεπιστάτη (archiepistáti) | αρχιεπιστάτες (archiepistátes) |
Related terms
[edit]- see: επιστάτης m (epistátis, “foreman”)
Further reading
[edit]- επιστάτης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αρχιεπιστάτης, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language