αρχιεπισκοπεία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αρχιεπισκοπεία • (archiepiskopeía) m (plural αρχιεπισκοπείες)
- (Christianity) archdiocese, archbishopric, see
- Synonym: αρχιεπισκοπή (archiepiskopí)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχιεπισκοπεία (archiepiskopeía) | αρχιεπισκοπείες (archiepiskopeíes) |
genitive | αρχιεπισκοπείας (archiepiskopeías) | αρχιεπισκοπειών (archiepiskopeión) |
accusative | αρχιεπισκοπεία (archiepiskopeía) | αρχιεπισκοπείες (archiepiskopeíes) |
vocative | αρχιεπισκοπεία (archiepiskopeía) | αρχιεπισκοπείες (archiepiskopeíes) |
Related terms
[edit]- see: αρχιεπίσκοπος m (archiepískopos, “bishop”) and επισκοπεία f (episkopeía, “diocese”)
Further reading
[edit]- αρχιεπισκοπεία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language