αρχηγισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αρχηγισμός • (archigismós) m (usually uncountable, plural αρχηγισμοί)
- the tendency to (national) leadership
Declension
[edit]Declension of αρχηγισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχηγισμός • | αρχηγισμοί • |
genitive | αρχηγισμού • | αρχηγισμών • |
accusative | αρχηγισμό • | αρχηγισμούς • |
vocative | αρχηγισμέ • | αρχηγισμοί • |
Related terms
[edit]- see: αρχηγός m (archigós, “leader”)