Jump to content

αρχαιοκάπηλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρχαιοκάπηλος (archaiokápilosm (plural αρχαιοκάπηλοι)

  1. illegal trader, black market dealer in antiquities

Declension

[edit]
Declension of αρχαιοκάπηλος
singular plural
nominative αρχαιοκάπηλος (archaiokápilos) αρχαιοκάπηλοι (archaiokápiloi)
genitive αρχαιοκάπηλου (archaiokápilou)
αρχαιοκαπήλου (archaiokapílou)
αρχαιοκάπηλων (archaiokápilon)
αρχαιοκαπήλων (archaiokapílon)
accusative αρχαιοκάπηλο (archaiokápilo) αρχαιοκάπηλους (archaiokápilous)
αρχαιοκαπήλους (archaiokapílous)
vocative αρχαιοκάπηλε (archaiokápile) αρχαιοκάπηλοι (archaiokápiloi)

Second forms are formal. 

[edit]

Further reading

[edit]