αρραβωνιάζομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αρραβωνιάζομαι • (arravoniázomai) passive (past αρραβωνιάστηκα, ppp αρραβωνιασμένος, active αρραβωνιάζω)
- passive of αρραβωνιάζω (arravoniázo)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form