Jump to content

αρπιστής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρπιστής (arpistísm (plural αρπιστές, feminine αρπίστρια)

  1. harpist, harper
    Synonym: αρπίστας (arpístas)

Declension

[edit]
Declension of αρπιστής
singular plural
nominative αρπιστής (arpistís) αρπιστές (arpistés)
genitive αρπιστή (arpistí) αρπιστών (arpistón)
accusative αρπιστή (arpistí) αρπιστές (arpistés)
vocative αρπιστή (arpistí) αρπιστές (arpistés)
[edit]

Further reading

[edit]