αρπιστής
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αρπιστής • (arpistís) m (plural αρπιστές, feminine αρπίστρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρπιστής (arpistís) | αρπιστές (arpistés) |
genitive | αρπιστή (arpistí) | αρπιστών (arpistón) |
accusative | αρπιστή (arpistí) | αρπιστές (arpistés) |
vocative | αρπιστή (arpistí) | αρπιστές (arpistés) |
Related terms
[edit]- see: άρπα f (árpa, “harp”)
Further reading
[edit]- αρπιστής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language