Jump to content

αρπακολλατζής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρπακολλατζής (arpakollatzísm (plural αρπακολλατζήδες)

  1. (colloquial) a sloppy, slipshod worker
    Synonym: αρπακόλλας (arpakóllas)

Declension

[edit]
Declension of αρπακολλατζής
singular plural
nominative αρπακολλατζής (arpakollatzís) αρπακολλατζήδες (arpakollatzídes)
genitive αρπακολλατζή (arpakollatzí) αρπακολλατζήδων (arpakollatzídon)
accusative αρπακολλατζή (arpakollatzí) αρπακολλατζήδες (arpakollatzídes)
vocative αρπακολλατζή (arpakollatzí) αρπακολλατζήδες (arpakollatzídes)