αρματωλός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρματωλός (armatolósm (plural αρματωλοί)

  1. Alternative form of αρματολός (armatolós)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αρματωλός (armatolós) αρματωλοί (armatoloí)
genitive αρματωλού (armatoloú) αρματωλών (armatolón)
accusative αρματωλό (armatoló) αρματωλούς (armatoloús)
vocative αρματωλέ (armatolé) αρματωλοί (armatoloí)