αρμαδίλλος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αρμαδίλλος • (armadíllos) m (plural αρμαδίλλοι)
- Alternative form of αρμαντίλλο (armantíllo) (armadillo)
Declension
[edit]Declension of αρμαδίλλος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρμαδίλλος • | αρμαδίλλοι • |
genitive | αρμαδίλλου • | αρμαδίλλων • |
accusative | αρμαδίλλο • | αρμαδίλλους • |
vocative | αρμαδίλλε • | αρμαδίλλοι • |