αρλουμπατζής
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αρλουμπατζής • (arloumpatzís) m (plural αρλουμπατζήδες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρλουμπατζής (arloumpatzís) | αρλουμπατζήδες (arloumpatzídes) |
genitive | αρλουμπατζή (arloumpatzí) | αρλουμπατζήδων (arloumpatzídon) |
accusative | αρλουμπατζή (arloumpatzí) | αρλουμπατζήδες (arloumpatzídes) |
vocative | αρλουμπατζή (arloumpatzí) | αρλουμπατζήδες (arloumpatzídes) |
Related terms
[edit]- see: αρλούμπα f (arloúmpa, “nonsense”)