Jump to content

αρλουμπατζής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρλουμπατζής (arloumpatzísm (plural αρλουμπατζήδες)

  1. someone talking gibberish / nonsense
    Synonyms: αρλούμπας (arloúmpas), αρλουμπολόγος (arloumpológos)

Declension

[edit]
Declension of αρλουμπατζής
singular plural
nominative αρλουμπατζής (arloumpatzís) αρλουμπατζήδες (arloumpatzídes)
genitive αρλουμπατζή (arloumpatzí) αρλουμπατζήδων (arloumpatzídon)
accusative αρλουμπατζή (arloumpatzí) αρλουμπατζήδες (arloumpatzídes)
vocative αρλουμπατζή (arloumpatzí) αρλουμπατζήδες (arloumpatzídes)
[edit]