Jump to content

αρλεκινισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρλεκινισμός (arlekinismósm (usually uncountable, plural αρλεκινισμοί)

  1. harlequinery, harlequinesque behaviour
  2. clowning
    Synonym: αστειότητα (asteiótita)

Declension

[edit]
Declension of αρλεκινισμός
singular plural
nominative αρλεκινισμός (arlekinismós) αρλεκινισμοί (arlekinismoí)
genitive αρλεκινισμού (arlekinismoú) αρλεκινισμών (arlekinismón)
accusative αρλεκινισμό (arlekinismó) αρλεκινισμούς (arlekinismoús)
vocative αρλεκινισμέ (arlekinismé) αρλεκινισμοί (arlekinismoí)
[edit]