Jump to content

αρκαντάσης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ottoman Turkish آرقه‌داش (arkadaş).

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

αρκαντάσης (arkantásism (plural αρκαντάσηδες)

  1. Alternative form of καρντάσης (karntásis)

Declension

[edit]
Declension of αρκαντάσης
singular plural
nominative αρκαντάσης (arkantásis) αρκαντάσηδες (arkantásides)
genitive αρκαντάση (arkantási) αρκαντάσηδων (arkantásidon)
accusative αρκαντάση (arkantási) αρκαντάσηδες (arkantásides)
vocative αρκαντάση (arkantási) αρκαντάσηδες (arkantásides)