αριστοκρατισμός
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αριστοκρατισμός • (aristokratismós) m
- imitation of the aristocratic manner
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αριστοκρατισμός (aristokratismós) | αριστοκρατισμοί (aristokratismoí) |
genitive | αριστοκρατισμού (aristokratismoú) | αριστοκρατισμών (aristokratismón) |
accusative | αριστοκρατισμό (aristokratismó) | αριστοκρατισμούς (aristokratismoús) |
vocative | αριστοκρατισμέ (aristokratismé) | αριστοκρατισμοί (aristokratismoí) |
Related terms
[edit]- see: αριστοκράτης m (aristokrátis, “aristocrat”)
Further reading
[edit]- Αριστοκρατία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αριστοκρατισμός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language