Jump to content

αριβιστής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From French arriviste.

Noun

[edit]

αριβιστής (arivistísm (plural αριβιστές)

  1. Alternative form of αριβίστας (arivístas)

Declension

[edit]
Declension of αριβιστής
singular plural
nominative αριβιστής (arivistís) αριβιστές (arivistés)
genitive αριβιστή (arivistí) αριβιστών (arivistón)
accusative αριβιστή (arivistí) αριβιστές (arivistés)
vocative αριβιστή (arivistí) αριβιστές (arivistés)