αργοναύτης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- Αργοναύτης (Argonáftis)
Noun
[edit]αργοναύτης • (argonáftis) m (plural αργοναύτες)
- argonaut (a shelled octopod)
- argonaut, adventurer
Declension
[edit]Declension of αργοναύτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αργοναύτης • | αργοναύτες • |
genitive | αργοναύτη • | αργοναυτών • |
accusative | αργοναύτη • | αργοναύτες • |
vocative | αργοναύτη • | αργοναύτες • |
Related terms
[edit]- see: Αργώ f (Argó, “Argo”)
Further reading
[edit]- αργοναύτης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αργοναύτης, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language