Jump to content

αργαλειός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἐργαλεῖον (ergaleîon, tool). Cognate with εργαλείο (ergaleío).

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

αργαλειός (argaleiósm (plural αργαλειοί)

  1. (weaving) loom (machine on which fabric is woven)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αργαλειός (argaleiós) αργαλειοί (argaleioí)
genitive αργαλειού (argaleioú) αργαλειών (argaleión)
accusative αργαλειό (argaleió) αργαλειούς (argaleioús)
vocative αργαλειέ (argaleié) αργαλειοί (argaleioí)