Jump to content

αραμπατζής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Borrowed from Ottoman Turkish عربه‌جی (arabacı).

Noun

[edit]

αραμπατζής (arampatzísm (plural αραμπατζήδες)

  1. carter, cart owner
    Synonyms: αμαξάς (amaxás), καροτσέρης (karotséris)

Declension

[edit]
Declension of αραμπατζής
singular plural
nominative αραμπατζής (arampatzís) αραμπατζήδες (arampatzídes)
genitive αραμπατζή (arampatzí) αραμπατζήδων (arampatzídon)
accusative αραμπατζή (arampatzí) αραμπατζήδες (arampatzídes)
vocative αραμπατζή (arampatzí) αραμπατζήδες (arampatzídes)
[edit]

Further reading

[edit]