Jump to content

αποχωριστής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποχωριστής (apochoristísm (plural αποχωριστές)

  1. separator

Declension

[edit]
singular plural
nominative αποχωριστής (apochoristís) αποχωριστές (apochoristés)
genitive αποχωριστή (apochoristí) αποχωριστών (apochoristón)
accusative αποχωριστή (apochoristí) αποχωριστές (apochoristés)
vocative αποχωριστή (apochoristí) αποχωριστές (apochoristés)

Further reading

[edit]