αποχωρισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αποχωρισμός • (apochorismós) m (plural αποχωρισμοί)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποχωρισμός (apochorismós) | αποχωρισμοί (apochorismoí) |
genitive | αποχωρισμού (apochorismoú) | αποχωρισμών (apochorismón) |
accusative | αποχωρισμό (apochorismó) | αποχωρισμούς (apochorismoús) |
vocative | αποχωρισμέ (apochorismé) | αποχωρισμοί (apochorismoí) |
Related terms
[edit]- see: αποχωρίζω (apochorízo, “to separate”)
Further reading
[edit]- αποχωρισμός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language