αποχρωματισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αποχρωματισμός • (apochromatismós) m (plural αποχρωματισμοί)
- discolouration (UK), discoloration (US)
- Synonyms: αποχρωμάτιση (apochromátisi), ξεθώριασμα (xethóriasma)
- fading, bleaching
- Synonyms: ξέβαμμα (xévamma), ξεθώριασμα (xethóriasma)
- (politics, figurative) declassification
Declension
[edit]Declension of αποχρωματισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποχρωματισμός • | αποχρωματισμοί • |
genitive | αποχρωματισμού • | αποχρωματισμών • |
accusative | αποχρωματισμό • | αποχρωματισμούς • |
vocative | αποχρωματισμέ • | αποχρωματισμοί • |
Related terms
[edit]- see: αποχρωματίζω (apochromatízo, “to discolour”)
Further reading
[edit]- αποχρωματισμός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language