αποχαλινώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποχαλινώνομαι • (apochalinónomai) passive (past αποχαλινώθηκα, ppp αποχαλινωμένος, active αποχαλινώνω)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form
αποχαλινώνομαι • (apochalinónomai) passive (past αποχαλινώθηκα, ppp αποχαλινωμένος, active αποχαλινώνω)