αποφράζομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποφράζομαι • (apofrázomai) passive (past αποφράχτηκα/αποφράχθηκα, ppp αποφραγμένος, active αποφράζω)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form
αποφράζομαι • (apofrázomai) passive (past αποφράχτηκα/αποφράχθηκα, ppp αποφραγμένος, active αποφράζω)