αποφλοιωτήρας
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αποφλοιωτήρας • (apofloiotíras) m (plural αποφλοιωτήρες)
Declension
[edit]Declension of αποφλοιωτήρας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποφλοιωτήρας • | αποφλοιωτήρες • |
genitive | αποφλοιωτήρα • | αποφλοιωτήρων • |
accusative | αποφλοιωτήρα • | αποφλοιωτήρες • |
vocative | αποφλοιωτήρα • | αποφλοιωτήρες • |
Related terms
[edit]- see: αποφλοιώνω (apofloióno, “to peel, to debark”)
Further reading
[edit]- αποφλοιωτήρας, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language