Jump to content

αποτροπιασμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποτροπιασμός (apotropiasmósm (plural αποτροπιασμοί)

  1. revulsion, repugnance, abhorrence

Declension

[edit]
Declension of αποτροπιασμός
singular plural
nominative αποτροπιασμός (apotropiasmós) αποτροπιασμοί (apotropiasmoí)
genitive αποτροπιασμού (apotropiasmoú) αποτροπιασμών (apotropiasmón)
accusative αποτροπιασμό (apotropiasmó) αποτροπιασμούς (apotropiasmoús)
vocative αποτροπιασμέ (apotropiasmé) αποτροπιασμοί (apotropiasmoí)
[edit]

Further reading

[edit]