αποτρελαίνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποτρελαίνομαι • (apotrelaínomai) passive (past αποτρελάθηκα, ppp αποτρελαμένος, active αποτρελαίνω)
- passive of αποτρελαίνω (apotrelaíno)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form