απο- ( apo- , “ from ” ) + τραβώ ( travó , “ pull ” )
IPA (key ) : /a.po.tɾaˈvo/
Hyphenation: α‧πο‧τρα‧βώ
αποτραβώ • (apotravó ) / αποτραβάω (past αποτράβηξα , passive αποτραβιέμαι , p‑past αποτραβήχτηκα , ppp αποτραβηγμένος )
to recede , withdraw , pull away
αποτραβώ/(αποτραβάω), αποτραβιέμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αποτραβάω 1 , αποτραβώ
αποτραβήξω
αποτραβιέμαι
αποτραβηχτώ
2 sg
αποτραβάς
αποτραβήξεις
αποτραβιέσαι
αποτραβηχτείς
3 sg
αποτραβάει , αποτραβά
αποτραβήξει
αποτραβιέται
αποτραβηχτεί
1 pl
αποτραβάμε , αποτραβούμε
αποτραβήξουμε , [‑ομε ]
αποτραβιόμαστε
αποτραβηχτούμε
2 pl
αποτραβάτε
αποτραβήξετε
αποτραβιέστε , (‑ιόσαστε )
αποτραβηχτείτε
3 pl
αποτραβάνε , αποτραβάν , αποτραβούν (ε )
αποτραβήξουν (ε )
αποτραβιούνται , (‑ιόνται )
αποτραβηχτούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αποτραβούσα , αποτράβαγα
αποτράβηξα
αποτραβιόμουν (α )
αποτραβήχτηκα
2 sg
αποτραβούσες , αποτράβαγες
αποτράβηξες
αποτραβιόσουν (α )
αποτραβήχτηκες
3 sg
αποτραβούσε , αποτράβαγε
αποτράβηξε
αποτραβιόταν (ε )
αποτραβήχτηκε
1 pl
αποτραβούσαμε , αποτραβάγαμε
αποτραβήξαμε
αποτραβιόμασταν , (‑ιόμαστε )
αποτραβηχτήκαμε
2 pl
αποτραβούσατε , αποτραβάγατε
αποτραβήξατε
αποτραβιόσασταν , (‑ιόσαστε )
αποτραβηχτήκατε
3 pl
αποτραβούσαν (ε ), αποτράβαγαν , (αποτραβάγανε )
αποτράβηξαν , αποτραβήξαν (ε )
αποτραβιόνταν (ε ), αποτραβιόντουσαν , αποτραβιούνταν
αποτραβήχτηκαν , αποτραβηχτήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αποτραβάω , θα αποτραβώ ➤
θα αποτραβήξω ➤
θα αποτραβιέμαι ➤
θα αποτραβηχτώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αποτραβάς , …
θα αποτραβήξεις , …
θα αποτραβιέσαι , …
θα αποτραβηχτείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αποτραβήξει έχω, έχεις, … αποτραβηγμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αποτραβηχτεί είμαι , είσαι , … αποτραβηγμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αποτραβήξει είχα, είχες, … αποτραβηγμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αποτραβηχτεί ήμουν , ήσουν , … αποτραβηγμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … αποτραβήξει θα έχω, θα έχεις, … αποτραβηγμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αποτραβηχτεί θα είμαι, θα είσαι, … αποτραβηγμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
(αποτράβαγε )
αποτράβηξε
—
αποτραβήξου
2 pl
αποτραβάτε
αποτραβήξτε
αποτραβιέστε
αποτραβηχτείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αποτραβώντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αποτραβήξει ➤
αποτραβηγμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αποτραβήξει
αποτραβηχτεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. The -ώ form is more common for this verb. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.